σάνδαλο

σάνδαλο
το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α
το σανδάλι
αρχ.
ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων -νδ- / -μβ- στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παρλλ. δάνειους τ. Η σύνδεση με τους τ. σαγγάριος «κατασκευαστής τζαγγών», τζαγγάριος «υποδηματοποιός» δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • σάνδαλον — το, ΜΑ βλ. σάνδαλο …   Dictionary of Greek

  • σανδάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (34 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κατσιδωνίου. 2. Πεδινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Γιαννιτσών του νομού… …   Dictionary of Greek

  • σανδαλίσκος — ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σανδαλοποιός — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή σανδαλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή] …   Dictionary of Greek

  • σόλα — η, Ν πέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»] …   Dictionary of Greek

  • σόλιον — Γράφεται και Σόλλιον ή Σόλλειον. Αρχαία πόλη της Ακαρνανίας απέναντι από τη Λευκάδα, αποικία των Κορινθίων. Το 431 π.Χ., οι Αθηναίοι, με εκατό πλοία, κυρίευσαν το Σ. Όταν έγινε η ειρήνη του Νικία, το Σ. δεν αποδόθηκε στους Κορίνθιους, ούτε… …   Dictionary of Greek

  • Πεγκού — Πόλη της Βιρμανίας, στις όχθες του ομώνυμου ποταμού. Είναι κέντρο αγροτικής περιοχής με ρυζόμυλους, εργοστάσια ξυλουργικής και βιοτεχνίες παραγωγής μπρούντζινων και πήλινων αγαλμάτων. Η Π. είναι τόπος προσκυνήματος των βουδιστών. Η πόλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”